συνεδριάζω — pres subj act 1st sg συνεδριάζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδριάζω — συνεδριάζω, συνεδρίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνεδριάζω — συνεδρίασα, συνέρχομαι για σύσκεψη και λήψη αποφάσεων: Συνεδρίασε ο σύλλογος των καθηγητών για την εξαγωγή των αποτελεσμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνεδριαζόντων — συνεδριάζω pres part act masc/neut gen pl συνεδριάζω pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδριασθέντα — συνεδριάζω aor part pass neut nom/voc/acc pl συνεδριάζω aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδριασάντων — συνεδριάζω aor part act masc/neut gen pl συνεδριάζω aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδριάζει — συνεδριάζω pres ind mp 2nd sg συνεδριάζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδριάζοντι — συνεδριάζω pres part act masc/neut dat sg συνεδριάζω pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδριάζουσι — συνεδριάζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνεδριάζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδριάζουσιν — συνεδριάζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνεδριάζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)